- παναρμόνιον
- παναρμόνιοςembracing all modesmasc acc sgπαναρμόνιοςembracing all modesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναρμόνιος — α, ο (ΑΜ παναρμόνιος, ον) 1. αυτός που περιλαμβάνει όλους τους μουσικούς τρόπους και όλες τις μουσικές κλίμακες, τελείως αρμονικός, αρμονικότατος, γεμάτος αρμονία 2. το ουδ. ως ουσ. το παναρμόνιο(ν) μουσικό όργανο με το οποίο μπορούν να… … Dictionary of Greek
Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… … Dictionary of Greek